κρασί


κρασί
Προφορά

Ετυμολογία
κρασί μεσαιωνική ελληνική κρασίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κρασί

✦ προϊόν της ζύμωσης του χυμού των σταφυλιών, οίνος
✦ φρ. βάζω νερό στο κρασί μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, γίνομαι συγκαταβατικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.