κρασάτος


κρασάτος
Προφορά

Ετυμολογία
κρασάτος κρασί

Ερμηνεία
επίθετο┘ κρασάτος -η, -ο

✦ βαθυκόκκινος, που έχει το χρώμα του κρασιού
✦ μαγειρεμένος με κρασί: κουνέλι κρασάτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.