κρακ


κρακ
Προφορά

Ετυμολογία
κρακ └αγγλ┘crack

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κρακ

✦ είδος ναρκωτικής ουσίας, που παράγεται από την κοκαΐνη: πεθαίνουν από κοκαΐνη και απ’ το παράγωγό της κρακ (Κλικ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.