κραιπάλη


κραιπάλη
Προφορά

Ετυμολογία
κραιπάλη αρχαία ελληνική κραιπάλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κραιπάλη

✦ μεγάλο μεθύσι
(μτφ. ) ακόλαστη, οργιώδης ζωή: την νύχτα μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη και κάθε είδους μέθη και λαγνεία (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.