κρήνη


κρήνη
Προφορά

Ετυμολογία
κρήνη αρχαία ελληνική κρήνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κρήνη

✦ βρύση: απ’ τις παλιές μονάχα τις φωνές, ν’ ακούει το χαίρε που θα κλαίει η κρήνη (Ι. Γρυπάρης)
✦ φυσική πηγή νερού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.