κράση
Προφορά
Ετυμολογία
κράση αρχαία ελληνική κρᾶσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κράση
✦ ανάμειξη υγρών ή λιωμένων μετάλλων
✦ (μτφ. ) η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία: γερή – αδύνατη κράση
✦ (γραμμ.) συγχώνευση του τελικού φωνήεντος μιας λέξης με το αρκτικό της επόμενης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–