κράμπα


κράμπα
Προφορά

Ετυμολογία
κράμπα └γαλλ┘ crampe

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κράμπα

✦ ακούσια, παροδική και εξαιρετικά επώδυνη σύσπαση μυός ή ομάδας μυών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.