κράμα


κράμα
Προφορά

Ετυμολογία
κράμα αρχαία ελληνική κρᾶμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κράμα

✦ μείγμα, ανακάτωμα: είμεθα ένα κράμα εδώ. Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι (Κ. Καβάφης)
✦ (ειδ.) μείγμα από σύντηξη μετάλλων
(μτφ. ) σύνθεση ανθρώπινων ιδιοτήτων: ο χαρακτήρας του είναι ένα κράμα καλοσύνης και γενναιοδωρίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.