κράζω
Προφορά
Ετυμολογία
κράζω αρχαία ελληνική κράζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κράζω
✦ κραυγάζω, βγάζω δυνατή φωνή
✦ καλώ, φωνάζω κάποιον να ‘ρθει
✦ ονομάζω, αποκαλώ: την κόρη του την κράζαν Μπεντριγιέ, ήτοι Γιομοφέγγαρο (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) αποδοκιμάζω έντονα, γιουχάρω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–