κούτσουρο


κούτσουρο
Προφορά

Ετυμολογία
κούτσουρο ίσως κόψουρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κούτσουρο

✦ κορμός δέντρου χωρίς κλαδιά
✦ χοντρό απελέκητο ξύλο
(μτφ. ) άνθρωπος άξεστος· (κ. για μαθητές) τελείως αδιάβαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.