κούρσο
Προφορά
Ετυμολογία
κούρσο μεσαιωνική ελληνική κοῦρσος
Ερμηνεία
κούρσο
✦ πειρατεία
✦ ληστρική επιδρομή, λεηλασία: λημέριασες εδώ να μελετήσης καινούρια κούρσα κι άλλα φονικά (Κ. Παλαμάς)
✦ λάφυρο: μπάσανε μέσα το κούρσος, το χαιρετίσαν με τριάντα ντουφεκιών φωτιά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–