κούνια


κούνια
Προφορά

Ετυμολογία
κούνια μεσαιωνική ελληνική κούνια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κούνια

✦ κρεβατάκι για βρέφος, λίκνο: φρ. από κούνια, από γεννησιμιού, από μωρό: είναι άτιμος από κούνια
✦ κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με σκοινιά ή αλυσίδες στο οποίο κάθονται και αιωρούνται: φρ. κούνια που σε κούναγε, μην ελπίζεις, μην περιμένεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.