κούκλα
Προφορά
Ετυμολογία
κούκλα └λατιν┘ cuculla
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κούκλα
✦ μικρό ομοίωμα ανθρώπου
✦ (μτφ. ) όμορφη γυναίκα
✦ (ειδ.) ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμεύει σε ράφτες ή ράφτρες, ή τοποθετείται σε βιτρίνες
✦ δέσμη τυλιγμένου νήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–