κοχύλα


κοχύλα
Προφορά

Ετυμολογία
κοχύλα μεγεθ. του └ουσ┘ κοχύλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοχύλα

✦ μεγάλο όστρακο που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.