κοχλιακός


κοχλιακός
Προφορά

Ετυμολογία
κοχλιακός κοχλίας

Ερμηνεία
κοχλιακός

✦ -ή, -ό κ. κοχλιαίος, -α, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν κ. -αία, -αίον) που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού: κοχλιακός πόρος – κοχλιαίο νεύρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.