κοχλιάριο
Προφορά
Ετυμολογία
κοχλιάριο μεταγενέστερη ελληνική κοχλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κόχλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοχλιάριο
✦ κουτάλι: ένα κοχλιάριο της σούπας
✦ γεν. ονομασία τεχνικών ή χειρουργικών εργαλείων που έχουν το σχήμα κουταλιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–