κοχλίας


κοχλίας
Προφορά

Ετυμολογία
κοχλίας αρχαία ελληνική κοχλίας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κοχλίας

✦ οστρακόδερμο μαλάκιο, σαλίγκαρος
✦ (τεχνολ.) μεταλλικό εξάρτημα με σπείρωμα και κεφαλή που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή σύσφιγξη συναρμογών ή για τη μετάδοση κίνησης
✦ βίδα
✦ (ανατομ.) μέρος του λαβύρινθου του εσωτερικού αφτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.