κοχλάζω


κοχλάζω
Προφορά

Ετυμολογία
κοχλάζω μεταγενέστερη ελληνική κοχλάζω

Ερμηνεία
ρήμα κοχλάζω

✦ (για υγρά) αναταράζομαι από το βρασμό, αναβράζω
(μτφ. ) έχω μεγάλη ένταση, βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση: κοχλάζει η αγανάκτηση του λαού
✦ έχω μεγάλη ζωτικότητα: κοχλάζει το αίμα του – όλες οι ζωικές ορμές.. ξυπνούσανε πάλι και κοχλάζανε δυνατά (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.