κοφτός


κοφτός
Προφορά

Ετυμολογία
κοφτός αρχαία ελληνική κοπτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κοφτός -ή, -ό

✦ ο κομμένος
✦ όχι πολύ γεμάτος· ιδ. στη φρ. κοφτή κουταλιά
(μτφ. ) απότομος: πολύ κοφτές κουβέντες, δε νομίζεις;
✦ φρ. ορθά κοφτά, απερίφραστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.