κουφαίνω


κουφαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
κουφαίνω κουφός

Ερμηνεία
ρήμα κουφαίνω

✦ κάνω κάποιον κουφό
✦ φρ. τον κούφανε, τον κατέπληξε, του είπε κάτι που τον άφησε κατάπληκτο – φρ. κουφάθηκα, έμεινα κατάπληκτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.