κουφέτο


κουφέτο
Προφορά

Ετυμολογία
κουφέτο └ιταλ┘confetto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουφέτο

✦ μικρό σκληρό ζαχαρωτό (ιδ. για γάμους κ. βαφτίσια)
(μτφ. ) χαριτωμένο κοριτσόπουλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.