κουφάλα
Προφορά
Ετυμολογία
κουφάλα αρχαία ελληνική επίθετο κοῦφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κουφάλα
✦ κοίλωμα σε κορμό δέντρου: στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι, γέρικη ελιά (Λ. Μαβίλης)
✦ μικρή κοιλότητα σε χαλασμένο δόντι
✦ (μτφ. ) πόρνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–