κουτσούρεμα


κουτσούρεμα
Προφορά

Ετυμολογία
κουτσούρεμα κουτσουρεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουτσούρεμα

✦ κόψιμο των κλαδιών δέντρου
(μτφ. ) περικοπή, ακρωτηριασμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.