κουτσοχέρης


κουτσοχέρης
Προφορά

Ετυμολογία
κουτσοχέρης κουτσός + χέρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ κουτσοχέρης -α, -ικο

✦ ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέρια, κουλός
✦ (για αγγείο) που του λείπει η λαβή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.