κουτουλώ
Προφορά
Ετυμολογία
κουτουλώ κατά Ανδριώτη από το μεσαιωνική ελληνική κονδυλίζω• κατά Μ. Φιλήντα, από το κούτουλο
Ερμηνεία
κουτουλώ
✦ -άς, -ά κ. κουτουλίζω ρ. (κουτούλ-ησα κ. -ισα) (για ζώα κερασφόρα) χτυπώ με τα κέρατα
✦ (για πρόσ.) χτυπώ με το κεφάλι
✦ γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω: το παιδί κουτουλάει από τη νύστα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–