κουτί


κουτί
Προφορά

Ετυμολογία
κουτί νεότ. κυτίον, υποκοριστικό του ουσιαστικού κύτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουτί

✦ κατασκεύασμα από ξύλο, χαρτόνι, μέταλλο κτλ., συν. με πλατιά βάση, που χρησιμοποιείται ως θήκη για διάφορα πράγματα: κουτί του καφέ – ένα κουτί σπίρτα
✦ φρ. του κουτιού, ντυμένος άψογα – μου ήρθε κουτί, όπως ακριβώς το ήθελα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.