κουτάλα


κουτάλα
Προφορά

Ετυμολογία
κουτάλα μεγεθυντ. του └ουσ┘ κουτάλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουτάλα

✦ μεγάλο μαγειρικό κουτάλι
✦ η ωμοπλάτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.