κουστουμαρισμένος


κουστουμαρισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
κουστουμαρισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος κουστουμαρίζομαι

Ερμηνεία
κουστουμαρισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο ενδεδυμένος με κουστούμι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.