κουρσεύω


κουρσεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κουρσεύω μεσαιωνική ελληνική κουρσεύω

Ερμηνεία
ρήμα κουρσεύω

✦ ενεργώ πειρατική καταδρομή
✦ λεηλατώ, λαφυραγωγώ: χώρα κουρσεμένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.