κουρσευτής


κουρσευτής
Προφορά

Ετυμολογία
κουρσευτής κουρσεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουρσευτής

✦ κουρσάρος, λαφυραγωγός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.