κουρσάρος
Προφορά
Ετυμολογία
κουρσάρος μεσαιωνική ελληνική κουρσάρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κουρσάρος
✦ κυβερνήτης ή μέλος του πληρώματος σκάφους συν. εξοπλισμένου που, κατ’ εντολήν κάποιας αρχής, κυβερνήσεως, καταδίωκε, κυρίευε και λεηλατούσε εμπορικά πλοία ανταγωνίστριας ή εχθρικής χώρας (σε αντίθεση προς τον πειρατή ο οποίος ενεργεί για δικό του όφελος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–