κουρά
Προφορά
Ετυμολογία
κουρά αρχαία ελληνική κουρά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κουρά
✦ το κόψιμο των μαλλιών
✦ το κούρεμα του τριχώματος των αιγοπροβάτων
✦ ο τύπος της τελετής κατά την οποία κόβονται τα μαλλιά του εισερχομένου στο μοναχικό βίο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–