κουπόνι


κουπόνι
Προφορά

Ετυμολογία
κουπόνι └γαλλ┘ coupon

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουπόνι

✦ το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου
✦ απόκομμα στο οποίο αναγράφεται ποσό
✦ απόκομμα το οποίο δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να κάνει ή να δεχτεί κάτι: αν χρησιμοποιήσεις τα κουπόνια, θα έχεις έκπτωση στην τιμή των προϊόντων του καταστήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.