κουπί


κουπί
Προφορά

Ετυμολογία
κουπί μεσαιωνική ελληνική κουπίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουπί

✦ μακρύς ξύλινος μοχλός που χρησιμοποιείται για την κίνηση σκάφους
✦ φρ. τραβώ κουπί, κωπηλατώ· (κ. μτφ.) εργάζομαι κοπιαστικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.