κουνώ


κουνώ
Προφορά

Ετυμολογία
κουνώ όψιμο μεσαιωνική ελληνική κουνῶ

Ερμηνεία
κουνώ

✦ -άς, -ά κ. -είς, -εί ρ. (κούν-ησα, -ήθηκα, -ημένος) κινώ, σείω
✦ λικνίζω: ποιος το δράκο μας κουνά; (Ζαχ. Παπαντωνίου)
✦ μετατοπίζω
✦ (μέσ.) κουνιέμαι, κάνω κάτι γρήγορα, με βιάση· εύχρ. ιδ. στην προστακτ. κουνήσου
✦ δραστηριοποιούμαι
✦ βαδίζω λικνιστικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.