κουνουπιέρα


κουνουπιέρα
Προφορά

Ετυμολογία
κουνουπιέρα └ουσ┘ κουνούπι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουνουπιέρα

✦ καλύπτρα του κρεβατιού, από τούλι, που εμποδίζει τα κουνούπια να πλησιάσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.