κουνιάδος


κουνιάδος
Προφορά

Ετυμολογία
κουνιάδος └βενετ┘ cognado

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουνιάδος

✦ θηλ. κουνιάδα αδερφός ή αδερφή του ή της συζύγου, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.