κουνενές


κουνενές
Προφορά

Ετυμολογία
κουνενές κουνώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουνενές

✦ το βρέφος
(μτφ. ) μωρός, ανόητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.