κουνέλι
Προφορά
Ετυμολογία
κουνέλι └ιταλ┘coniglio
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κουνέλι
✦ εξημερωμένο τρωκτικό, συγγενικό με το λαγό, εξαιρετικά πολυτόκο, που εκτρέφεται για το κρέας του, τη γούνα του και το μαλλί του, κόνικλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–