κουμπώνω


κουμπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
κουμπώνω μεσαιωνική ελληνική κομβώνω

Ερμηνεία
ρήμα κουμπώνω

✦ περνώ το κουμπί στην κουμπότρυπα
✦ (μέσ.) κουμπώνομαι, κλείνω το ρούχο με τα κουμπιά
(μτφ. ) φυλάγομαι από ενδεχόμενη απάτη ή σκευωρία

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξεκουμπώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.