κουμπούρι
Προφορά
Ετυμολογία
κουμπούρι κουμπί + κατάλ. -ούρι• η σημ. «πιστόλι» ίσως επειδή το όπλο αυτό το έφεραν μέσα στο περιστήθιο ένδυμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κουμπούρι
✦ πιστόλι, κουμπούρα
✦ πληθ. κουμπούρια, (μτφ. σημ. για νέα γυναίκα) οι μαστοί, τα βυζιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–