κουμπί


κουμπί
Προφορά

Ετυμολογία
κουμπί μεσαιωνική ελληνική κομβίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κόμβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουμπί

✦ σφαιρίδιο ραμμένο σε ρούχο ή σε παπούτσι, που περνιέται σε ανάλογη σχισμή ή θηλιά
✦ ηλεκτρικό πλήκτρο
(μτφ. ) μέσο ή τρόπος για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: πρέπει να ξέρεις το κουμπί, αλλιώς δεν γίνεται τίποτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.