κουμπές


κουμπές
Προφορά

Ετυμολογία
κουμπές └τουρκ┘kubbe

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κουμπές

✦ τρούλος, θόλος, θολωτή στέγη: περιεργάστηκα με τη βολή μου τα τζαμιά τους… σκαρφάλωσα πάνω στους κουμπέδες (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.