κουμπάρος
Προφορά
Ετυμολογία
κουμπάρος μεσαιωνική ελληνική κουμπάρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κουμπάρος
✦ θηλ. κουμπάρα αυτός που αλλάζει τα στέφανα του γάμου, παράνυμφος
✦ αυτός που βαφτίζει το παιδί ή τα παιδιά ζευγαριού, ανάδοχος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–