κουμπάνια


κουμπάνια
Προφορά

Ετυμολογία
κουμπάνια └ιταλ┘compagna

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουμπάνια

✦ εφοδιασμός με τρόφιμα: μείνανε τρεις μέρες αποκλεισμένοι από το χιόνι· ευτυχώς που είχανε κάνει την κουμπάνια τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.