κουκέτα


κουκέτα
Προφορά

Ετυμολογία
κουκέτα └ιταλ┘cucetta

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουκέτα

✦ κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου
✦ πληθ. κουκέτες, κρεβάτια τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.