κουζινικός


κουζινικός
Προφορά

Ετυμολογία
κουζινικός κουζίνα

Ερμηνεία
επίθετο┘ κουζινικός -ή, -ό

✦ αυτός που έχει σχέση με την κουζίνα
✦ πληθ. ουδ. κουζινικά ως ουσ., τα σκεύη που χρησιμοποιούνται για το μαγείρεμα, α. μαγειρικά σκεύη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.