κουζίνα


κουζίνα
Προφορά

Ετυμολογία
κουζίνα └βενετ┘ cusina

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κουζίνα

✦ ειδικό δωμάτιο του σπιτιού, ή ειδικός χώρος εστιατορίου, πλοίου κτλ., με κατάλληλες εγκαταστάσεις για την προετοιμασία και το μαγείρεμα του φαγητού
✦ ηλεκτρική συσκευή για μαγείρεμα
✦ ιδιαίτερος τρόπος μαγειρέματος, μαγειρική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.