κουδούνι


κουδούνι
Προφορά

Ετυμολογία
κουδούνι μεσαιωνική ελληνική κουδούνιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κουδούνι

✦ μικρό ορειχάλκινο όργανο με γλωσσίδι, που αναδίδει ήχο: ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια (Κ. Παλαμάς)
✦ επιτραπέζιο ή επιτοίχιο ηλεκτρικό όργανο, που βγάζει ήχο μεταλλικό
✦ φρ. του κρεμάσανε κουδούνια, τον κακολογούν – έγινα κουδούνι, ζαλίστηκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.