κοτλέ
Προφορά
Ετυμολογία
κοτλέ └γαλλ┘ côtelé
Ερμηνεία
κοτλέ
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. είδος υφάσματος η επιφάνεια του οποίου σχηματίζει ανάγλυφες ραβδώσεις
✦ κ. ως επίθ. για ενδύματα που έχουν κατασκευαστεί με το ύφασμα αυτό: κοτλέ παντελόνι – σακάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–